εξασθενωτικός
Смотреть что такое "εξασθενωτικός" в других словарях:
εξασθενωτικός — ή, ό [εξασθένωση] αυτός που επιφέρει σωματική ή ψυχική κατάπτωση, εξαντλητικός … Dictionary of Greek
εξασθενωτικός — ή, ό [εξασθένωση] αυτός που επιφέρει σωματική ή ψυχική κατάπτωση, εξαντλητικός … Dictionary of Greek